Μία από τις αγαπημένες μου συνήθειες, όταν ήμουν ακόμη μικρό-μάνα, ήταν να αλλάζω συχνά προορισμό για παιχνίδι. Ξετρύπωνα τα πιο απίθανα μέρη, με παιδικές χαρές. Εγώ έσπαγα τη ρουτίνα μου, τα παιδιά το αντιμετώπιζαν σαν μία νέα περιπέτεια και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι. 

Δεν είχαμε απομακρυνθεί ιδιαίτερα από τη συνοικία μας, όταν μέσα από ψηλές λεύκες, ξεπρόβαλε θαρρείς κρυμμένη ανάμεσα τους, μία μικρή παιδική χαρά. Ήταν ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας, καταμεσήμερο, ο ήλιος δυνατός, όχι ιδιαίτερα καυτός ακόμη. «Φτάσαμε!» λέω και τη φωνή μου τη σκέπασαν παιδικές κραυγές, σε συνδυασμό με τον  αισθητήρα της όπισθεν. 

Η παιδική χαρά ερημική και σε μία σχετικά καλή κατάσταση. Τα μικρά μου ξεκινάνε το παιχνίδι τους κι εγώ περνάω το πρώτο δεκάλεπτο, τριγυρνώντας στο χώρο, για να ελέγξω την ασφάλεια του. Την ίδια στιγμή, έχω βάλει στο μάτι, το μοναδικό, ηλιόλουστο παγκάκι και ανυπομονώ να απολαύσω λίγες στιγμές ηρεμίας. Τα παιδιά είναι σε ηλικία, που δε χρειάζεται να βρίσκομαι συνέχεια δίπλα τους. Καθήμενη, μα πάντα σε εγρήγορση, απολαμβάνω αυτή τη πρόωρη «ηλιοθεραπεία», σε συνδυασμό με τον πρώτο κρύο καφέ της χρονιάς.  Που και που ξεστομίζω κανένα «Πρόσεχε στις σκάλες!», «Πρόσεχε, μη τρέχεις στα χαλίκια!» «Πρόσεχε στην αναρρίχηση… Να έρθω να σε κρατάω…». «Άσε μας μαμά, είμαστε μεγάλα παιδιά!» παίρνω σαν απάντηση.

Την ίδια στιγμή μια καλοστεκούμενη, κομψή γιαγιά κρατώντας από το χέρι το εγγονάκι της, μας πλησιάζουν. Δίνει κάποιες οδηγίες στο παιδί και έρχεται να καθίσει δίπλα μου. Ισιώνει τη μαύρη φούστα της και κάθεται με προσοχή πάνω στο φθαρμένο από το χρόνο παγκάκι.

«Φοβάσαι;» Με ρωτάει με βραχνή φωνή πριν το καλησπέρα σας.

Παρόλο που δε βρήκα, πολιτικά ορθή, την ερώτηση της σε έναν άγνωστο άνθρωπο. Η όψη της είχε κάτι που με έκανε να νιώσω οικεία, χαμήλωσα τις άμυνες μου και πολύ επιφυλακτικά, μοιράστηκα την αλήθεια μου. Έγνεψα καταφατικά, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στο στόμα.

«Με λένε Ισμήνη και είμαι συνταξιούχος καθηγήτρια, μένω εδώ απέναντι, χάρηκα.» Mου λέει και πνίγομαι με τη γουλιά του καφέ μου. Ε… όχι, σε καμία περίπτωση δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Η απότομη οικειότητα, ναι, με φόβιζε!

Δεν κατάλαβα αν κράτησε τόσο πολύ η σιωπή και η βουτιά στις σκέψεις μου. Νομίζω όμως, πως ένιωσε πως δεν είμαι έτοιμη να της συστηθώ. Παρόλα αυτά, ακάθεκτη, σαν να ήταν βαλτή από κάπου, να έρθει να μου μεταδώσει ένα μήνυμα και να φύγει, συνέχισε… 

«Να ξέρες πως σε καταλαβαίνω… Θεέ μου, πόσο έχω υποφέρει από τους φόβους μου. Πριν λίγες μέρες έγινα 65 και θυμάμαι σαν χθες τη πρώτη φορά που ένιωσα να παγώνω από δαύτον. Μικρό παιδάκι, σχολείο δε πήγαινα ακόμη. Ξυπνάω ένα πρωινό και δε βρίσκω τη μαμά μου. Έτρεχα μέσα στο σπίτι και τη φώναζα. «Είμαι μόνη μου, τι θα κάνω;» ψέλλιζα, κλαίγοντας. Εκείνα τα πέντε λεπτά που έκανε να επιστρέψει μου φάνηκαν αιώνες. «Φοβήθηκα πολύ! Μη με ξαναφήσεις μόνη!» της είπα και χώθηκα στην αγκαλιά της. Ορθά πράττοντας, ενστικτωδώς φαντάζομαι, δε με άκουσε! Έτσι, κάποια στιγμή αναγκάστηκα, να αντιμετωπίσω το φόβο μου και να τον ξεπεράσω.  Εκείνος, φυσικά μεταμφιέστηκε και συνέχισε να με ταλαιπωρεί. Εξακολούθησε να αιχμαλωτίζει τη δείλη μου ιδιοσυγκρασία.

Λίγα χρόνια αργότερα άρχισα να φοβάμαι το σκοτάδι. Αυτός ο φόβος, ήρθε σιγά, σιγά στην καθημερινότητα μου. Σαν κακομαθημένο πλουσιόπαιδο άρχισε να ζητά και να κερδίζει μέρα με την ημέρα έδαφος στη ζωή μου. Έτσι ξαφνικά, ένα βράδυ που έτυχε να ξυπνήσω στη μέση της νύχτας. Κάνω να ανοίξω το φως για να εφησυχάσω τον πανικό μου. Μα για κακή μου τύχη είχαμε διακοπή ρεύματος. Μπορώ να θυμηθώ ξεκάθαρα, το συναίσθημα του τρόμου που με πλημμύρισε, όταν συνειδητοποίησα ότι δε μπορούσα να δω τίποτε. Το άγνωστο, το μη ορατό με γονάτιζε. Για  μερικά χρόνια, κοιμόμουν με ένα φακό στο προσκέφαλο μου. Ήταν τόσο ενοχλητικό, όλο αυτό που συνέβαινε μέσα μου, που στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, αποφάσισα να το αντιμετωπίσω.»  

«Πως;» Σχεδόν τη διακόπτω και τη ρωτάω διψασμένα, θαρρείς πως ζητάω και εγώ απελπισμένα το ελιξίριο του φόβου. 

«Με τη λογική.» Μου απαντάει και είναι η μοναδική στιγμή, που είναι τόσο λακωνική. 

Η συζήτηση υπέροχη, η γιαγιά θησαυρός, ανοιχτό βιβλίο! Έχει κερδίσει τη σοφία της ηλικίας της και έχει τη γενναιοδωρία να τη μεταδίδει.

«Σε κούρασα;» Με ρωτάει, την ώρα που τα παιδιά έρχονται να δροσίσουν τη χαρά τους.

«Μα τι λέτε καθόλου!» της λέω και το εννοώ. 

Αχ, πως αγαπάω αυτά τα δώρα της ζωής. Εκεί που δεν το περιμένεις, σου στέλνει έναν μεταμφιεσμένο «δάσκαλο», να σε σπρώξει απαλά, να πας παρακάτω, να εξελιχθείς, να γίνεις καλύτερος. 

Η κυρία Ισμήνη, ανταποκρινόμενη στις προσδοκίες μου, συνεχίζει να με διαφωτίζει, περί φόβου.

«Έπειτα ήρθε η εφηβεία…  Οι φοβίες σκλήρυναν και έγιναν πολύ πιο καθοριστικές. Άρχισα να φοβάμαι για την εικόνα μου, να δειλιάζω να εκφράσω την άποψή μου. Έτρεμα μην εκτεθώ. Ένιωθα πως δεν ήμουν ποτέ αρκετά κομψή, αρκετά ψηλή, αρκετά όμορφη, αρκετά αδύνατη, αρκετά έξυπνη. Κρυβόμουν μέσα σε φαρδιά ρούχα και μακριές σιωπές. Τα βλέμματα, τα σχόλια, η κακή κριτική, μπορούσαν να με κλείσουν στο σπίτι μου για ημέρες. 

Βλέπεις ο φόβος ήταν πάντα η διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα σε εμένα και την ελευθερία. 

Ενηλικίωση, σπουδές, σπάνια για την εποχή μου επιλογή. Θα έπρεπε να νιώθω ξεχωριστή. Σε καμία περίπτωση, ανησυχούσα για τα πάντα και σπαταλούσα τη ζωή μου! Στα πρώτα επαγγελματικά και ερωτικά μου βήματα, δε ρίσκαρα, φοβόμουν μην αποτύχω! Ήταν τέτοια η ένταση του τρόμου, που κάποια στιγμή έπαψα να προσπαθώ. Οι φίλοι και οι συγγενείς, ορκίζονταν πώς θα μείνω άνεργη και γεροντοκόρη. 

Κυρίως από ακατανίκητη δική μου ανάγκη, αλλά και για να τους διαψεύσω, κατάφερα να τον νικήσω και αυτή τη φορά. Γνώρισα την επιτυχία και τη γλύκα της. Κι εκεί που πίστεψα στον εαυτό μου και είπα πως έχω ξεμπερδέψει με τα μασκαραλίκια του φόβου. Κατάλαβα την απίστευτη ανθρώπινη δύναμη και άρχισα να φοβάμαι την επιτυχία. Να τρομάζω μπροστά στο μέγεθος των ικανοτήτων μου. 

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά και  άρχισα να φοβάμαι και γι αυτά… Μην αρρωστήσουν, μη χτυπήσουν, μην πάθω τίποτε εγώ και δε μπορώ να τα φροντίσω. Ώσπου πριν λίγα χρόνια… (η φωνή της ραγίζει) όταν έχασα την αγάπη μου… Άρχισα να φοβάμαι και το θάνατο! Αυτό ήταν, θύμωσα! Συνειδητοποίησα πως πέρασα όλη μου τη ζωή με μία «κακιά πεθερά», τον ΦΟΒΟ! Με κράταγε από το μπράτσο και δε με άφηνε να απολαύσω τη ζωή μου. 

Έπρεπε να είχα μάθει νωρίτερα να τον χρησιμοποιώ και να μη τον αφήνω να με ελέγχει. Τώρα πια,  του επιτρέπω να υπάρχει στη ζωή μου, μέχρι εκεί που με προστατεύει και μετά τον διώχνω. (Γελάει) Μόνο 60 χρόνια μου πήρε να τα καταφέρω. Όταν μάθεις να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου, τους αποδυναμώνεις. Μα μπορείς να διανοηθείς πόσο «μικροπρεπές» συναίσθημα είναι; Μας τρομάζει για να κερδίσει χώρο στην ύπαρξη μας. Χώρο που κλέβει από την  ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ. 

Θα ήθελα κάποιος να μου πει όταν ήμουν ακόμη νέα. Μη φοβάσαι ΖΗΣΕ! Η στιγμή δε γυρίζει πίσω.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ και της οφείλεις να την αξιοποιήσεις στο μέτρο των δυνατοτήτων σου.

Βλέπεις τι λέει εκείνο το μεγάλο graffiti… “NO FEAR”.» (Χασκογελάει πονηρά και μεταμορφώνεται σε κοριτσάκι.) «Είναι ο τοίχος του σπιτιού μου, εγώ το έγραψα…», μου λέει και ξεκαρδιζόμαστε και οι δυο στα γέλια. «Χωρίς φόβο! Έτσι θέλω να ζήσω, τα χρόνια που μου απομένουν. Λίγα ή πολλά δεν έχει σημασία. Χωρίς φόβο! Μόνο αυτό! Φεύγω αύριο γλυκιά μου, θα κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, μόνη μου, το γύρο της Ευρώπης με τρένο! Όνειρο ζωής!» 

… Δεν είχα λόγια, μόνο αδιαπραγμάτευτο θαυμασμό!

Ξέρεις κάτι, δυστυχώς δεν την ξανασυνάντησα τη κυρία Ισμήνη, μα όποτε περνώ από τη γειτονιά της, στέκω για ένα λεπτό και  χαζεύω το τοίχο του σπιτιού της. 

No fear, no fear, no fear… Επαναλαμβάνω ξανά και ξανά μήπως και το πιστέψω!

Διάβασε ακόμη: Δεν είμαι καλά- από την Τώνια Καψοκόλη

One Reply to “Χωρίς φόβο! Έτσι θέλω να ζήσω!”

Comments are closed.

Newsletter